Χρόνια ήθελα να συναντηθούμε κι αυτό έγινε όταν βρέθηκα επιτέλους στο νησί.
Είχε πατήσει τα 80 κι είχε χάσει πρόσφατα τη μια ζωή σύντροφό του. Εδειχνε νεώτερος βέβαια, όπως όλοι σχεδόν όσοι ζουν σε υγιεινό μέρος και είναι πνευματικά ενεργοί.
Το σαλόνι του σαν ατελιέ ζωγράφου, μόνο που είχε χαρτιά και βιβλία και μια μεγάλη οθόνη υπολογιστή στη μέση – η δουλειά του. Κάτσαμε στο μπαλκόνι, λίγα μέτρα απο τη θάλασσα. Κόσμος πέρναγε, κάποιοι χαιρετούσαν.
Ρώταγα αυτά που ενδιέφεραν εμένα – πώς μοιράζει τον χρόνο του στους διάφορους τόπους, πόσα χρόνια κάθισε στο κάθε μέρος, αλλά γρήγορα η κουβέντα γύρισε σε συνέντευξη. Προσωπική ζωή και πολιτικά – είχε συμμετοχή προδικτατορικά.
Εψαχνε πώς λένε στα αγγλικά και γαλλικά διάφορες έννοιες, παλιότερα το θεωρούσα εκζήτηση, ωστόσο μού εξήγησε ότο μεγάλωσε στην Αίγυπτο, οπότε ήταν φυσικό. Είχε ειρωνεία που δεν ήταν αμυντική ούτε επιθετική αλλά παιγνιώδης κι αυτό νομίζω ήταν το σημαντικότερο μάθημα που έλαβα. Δυο στιγμές συγκινήθηκε – μία ανακαλώντας μια ωραία νεανική ανάμνηση και μία όταν του είπα πόσο θαυμάζω τη Σιμόν Βέιγ – αλλά ανέκτησε γρήγορα τον έλεγχο.
Γράφω κοιτώντας τα βουνά των Τζουμέρκων, μακριά από τη γλυκύτητα του Αιγυπτιώτη και του Σαρωνικού του.