(περίληψη προηγουμένων: Ελλάδα, τέλη του 1944. Ο Εξαρχος διαδίδει ότι τάχα στην Ελλάδα υπάρχει κατοχή)
Σε μία άκρη του δωματίου ένα ραδιόφωνο χωρίς σεμεδάκι έπαιζε την τελευταία επιυχία της Ελα Φιτζέρλαντ. «Βρέχει σ’ ολωνώνε τη ζωή . Σε μένανε όμως το παράκανε»
Πώς να τσακωθείς με τέτοια μουσική;
Κι όμως, η κουβέντα έχει ανάψει. Ο Ρούλης αισθάνεται την αρχή μιας δυσφορίας – μάλλον στριμώχνεται. Τον σώζει η έκτακτη είδηση που αναγγέλλει ο εκφωνητής. Κι οι πιο βαρηκοοι ακόμα στρέφουν το βλέμμα στο δέκτη:
«Πλοίο με 600 Κρητικούς βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο. Το πλήρωμα πρόλαβε να σωθεί (…)»
«Είναι σαφές ότι φταίμε όλοι», σχολιάζει ο εκφωνητής πριν προλάβει κανείς να χωνέψει την είδηση. «Και τα θύματα φέρθηκαν απερίσκεπτα και το κράτος ολιγώρησε και η πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας. Μα τόσο ανίκανοι είμαστε πια;»
«Οταν φταίμε όλοι, δεν φταίει κανένας«, σκέφτηκε ο Εξαρχος. Και συνειδητοποίησε ότι το ραδιόφωνο δεν είχε πει τίποτα για το χθεσινό ματς στη Νορμανδία. «Ποιος να νίκησε;» αναρωτήθηκε. «Και τι να κέρδισε«;
Άλλως: ‘η τελευταία βαρκάδα στον Αχέροντα’- άλλος για τη βάρκα μας;;;;
Θα δείτε εδώ πράματα και θάματα που δεν έχετε ξαναδεί κι ούτε θα ξαναδείτε …